Ο όρος "dispensar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "dispensar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /dispenˈsar/.
Η λέξη "dispensar" σημαίνει συνήθως να απαλλάσσει ή να εξαιρεί κάποιον από μια υποχρέωση αγαθά ή υπηρεσίες. Χρησιμοποιείται στους τομείς του δικαίου (όταν αναφέρεται σε νομικές απαλλαγές) και της ιατρικής (αναφορικά με τη χορήγηση θεραπείας ή φαρμάκων). Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή σε νομικά και ιατρικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
El juez decidió dispensar a los acusados de la pena.
(Ο δικαστής αποφάσισε να απαλλάξει τους κατηγορούμενους από την ποινή.)
El médico puede dispensar medicamentos solo a pacientes registrados.
(Ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει φάρμακα μόνο σε καταγεγραμμένους ασθενείς.)
Η λέξη "dispensar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:
Dispensar a alguien de algo
(Να απαλλάξει κάποιον από κάτι)
El director decidió dispensar a María de su tarea extra.
(Ο διευθυντής αποφάσισε να απαλλάξει τη Μαρία από τη συμπληρωματική εργασία.)
Dispensar un favor
(Να προσφέρει μια χάρη)
Te dispensaré un favor si me ayudas con mi proyecto.
(Θα σου κάνω μια χάρη αν με βοηθήσεις με το πρότζεκτ μου.)
Dispensar un consejo
(Να προσφέρει μια συμβουλή)
Siempre dispenso un consejo a aquellos que lo piden.
(Πάντα προσφέρω μια συμβουλή σε αυτούς που τη ζητούν.)
Dispensar la atención
(Να προσφέρει τη προσοχή)
Es importante dispensar la atención adecuada a los pacientes.
(Είναι σημαντικό να προσφέρεται η κατάλληλη προσοχή στους ασθενείς.)
Η λέξη "dispensar" προέρχεται από το λατινικό "dispensare", που σήμαινε "να μοιράσει" ή "να κατανεμηθεί". Σημάδι του ρήματος έρχεται από τη ρίζα "pensare", που σημαίνει "να μετρήσει".