Dispersar είναι ρήμα.
[dis.perˈsaɾ]
Η λέξη "dispersar" σημαίνει να σκορπίζεις ή να διασκορπίζεις κάτι σε διάφορα μέρη. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα αλλά και σε πιο τεχνικά ή στρατιωτικά πλαίσια, όπως η διασπορά στρατευμάτων ή πόρων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή στρατιωτικά κείμενα.
Παραδείγματα: - El viento comenzó a dispersar las hojas en el parque. - (Ο άνεμος άρχισε να διασκορπίζει τα φύλλα στο πάρκο.) - Es necesario dispersar las tropas para cubrir más área. - (Είναι απαραίτητο να διασκορπίσουμε τα στρατεύματα για να καλύψουμε περισσότερη περιοχή.)
Η λέξη "dispersar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις για να περιγράψει τη διαδικασία διασποράς ή διαχωρισμού.
Παραδείγματα: - Dispersar la atención puede causar distracciones. - (Η διασπορά της προσοχής μπορεί να προκαλέσει περισπασμούς.) - A veces es mejor dispersar los recursos entre varios proyectos. - (Κάποιες φορές είναι καλύτερο να διασκορπίζουμε τους πόρους σε διάφορα έργα.) - La estrategia es dispersar los esfuerzos para abarcar más terreno. - (Η στρατηγική είναι να διασκορπίσουμε τις προσπάθειες για να καλύψουμε περισσότερο έδαφος.)
Η λέξη "dispersar" προέρχεται από το λατινικό "dispersare", που σημαίνει "διασκορπίζω", το οποίο με τη σειρά του έχει τις ρίζες του στη λέξη "dis" (προς τα έξω) και "spargere" ( να σκορπίζεις).
Συνώνυμα: - dispersar (διασκορπίζω) - esparcir (διασκορπίζω)
Αντώνυμα: - concentrar (συγκεντρώνω) - acumular (σωρεύω)