Η λέξη "disperso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι διασκορπισμένο ή διάσπαρτο. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα, όπως φύλλα στον άνεμο, ή σε καταστάσεις, όπως μια ομάδα ανθρώπων που είναι διασκορπισμένοι σε διάφορες κατευθύνσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται συχνότερα στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επίσημες ή λογοτεχνικές περιγραφές.
Η πληροφορία είναι διασκορπισμένη σε διάφορα έγγραφα.
Los niños estaban dispersos por el parque.
Η λέξη "disperso" σχετίζεται με αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την έννοια της διασποράς ή της ασυνέχειας.
Να είσαι σαν γάτος σε ένα διασκορπισμένο γκαράζ. (Σημαίνει να είσαι σε δύσκολη ή ανοργάνωτη κατάσταση.)
La información estaba tan dispersa que fue difícil encontrar lo que necesitaba.
Η πληροφορία ήταν τόσο διασκορπισμένη που ήταν δύσκολο να βρω αυτό που χρειαζόμουν.
Cuando la reunión terminó, todos se fueron dispersos.
Όταν η συνάντηση τελείωσε, όλοι έφυγαν διασκορπισμένοι.
Los pensamientos estaban dispersos, así que me costó concentrarme.
Η λέξη "disperso" προέρχεται από το λατινικό "dispersus", το οποίο είναι το παθητικό συμμετοχής του ρήματος "dispergere", που σημαίνει να διασκορπίζεις ή να διασπάς.
diseminado (διασπαρμένος)
Αντώνυμα: