displicencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

displicencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Substantivo (ουσιαστικό).

Φωνητική μεταγραφή

/dizpliˈθjenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "displicencia" αναφέρεται σε μια κατάσταση αδιαφορίας ή επείγουσας δυσαρέσκειας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έλλειψη ενδιαφέροντος ή προσοχής προς κάποιον ή κάτι, ή ακόμα και την περιφρόνηση. Είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La displicencia del empleado fue evidente durante la reunión.
    (Η αδιαφορία του υπαλλήλου ήταν εμφανής κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)

  2. A pesar de su displicencia, lograron completar el proyecto a tiempo.
    (Παρά την αδιαφορία της, κατάφεραν να ολοκληρώσουν το έργο εγκαίρως.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η "displicencia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να περιληφθεί σε προτάσεις που αποτυπώνουν την έννοια της αδιαφορίας ή περιφρόνησης.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. La displicencia que mostró ante su trabajo es inaceptable.
    (Η αδιαφορία που έδειξε απέναντι στη δουλειά της είναι απαράδεκτη.)

  2. Su displicencia hacia las opiniones ajenas lo llevó a perder amigos.
    (Η περιφρόνησή του προς τις απόψεις των άλλων τον οδήγησε να χάσει φίλους.)

  3. La displicencia en sus acciones habla más que sus palabras.
    (Η αδιαφορία στις πράξεις του μιλάει περισσότερο από τα λόγια του.)

  4. No puedo soportar la displicencia con la que tratas a tus compañeros.
    (Δεν μπορώ να αντέξω την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζεις τους συναδέλφους σου.)

Ετυμολογία

Η λέξη "displicencia" προέρχεται από το λατινικό "displicentia," που σημαίνει εναντίωση ή δυσαρέσκεια, από το ρήμα "displicere," το οποίο σημαίνει "δεν ευχαριστεί" ή "περιφρονεί."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - indiferencia - desdén - desinterés

Αντώνυμα: - interés - atención - cuidado

Η "displicencia" είναι μια λέξη που τεκμηριώνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, εκφράζοντας αδιαφορία ή περιφρόνηση είτε για λόγους προσωπικούς είτε κοινωνικούς.



23-07-2024