Το "displicente" είναι επίθετο.
/disp.liˈθen.te/ (Σημείωση: η προφορά μπορεί να διαφέρει ελαφρώς ανάλογα με την ισπανόφωνη περιοχή).
Η λέξη "displicente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι αδιάφορο ή δεν δείχνει ενδιαφέρον ή προσοχή σε κάτι, συχνά με έναν επιπόλαιο ή απροκάλυπτο τρόπο. Στη γλώσσα των Ισπανών, αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτές περιγραφές ή κριτικές.
(Ο μαθητής ήταν αδιάφορος με τις εργασίες του και δεν παρέδωσε τα έργα του εγκαίρως.)
Su actitud displicente en la reunión causó malestar entre sus compañeros.
Η λέξη "displicente" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί:
(Να έχεις μια αδιάφορη στάση.)
"Actuar de manera displicente"
(Να συμπεριφέρεσαι με αδιαφορία.)
"Ser displicente con los demás"
(Δεν πρέπει να έχεις αδιάφορη στάση αν θέλεις να βελτιωθούν τα πράγματα.)
Actuar de manera displicente te alejará de tus amigos.
(Η αδιάφορη συμπεριφορά θα σε απομακρύνει από τους φίλους σου.)
Ser displicente con los demás no es una forma de construir buenas relaciones.
Το "displicente" προέρχεται από το λατινικό "displicens" που σημαίνει "αδιάφορος" ή "όχι ευχάριστος". Η ρίζα "plicare" σημαίνει "να διπλώνεις" ή "να διευθετείς", ενώ η πρόθεμα "dis-" υποδηλώνει αντίθεση ή απομάκρυνση από κάτι ευχάριστο.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "displicente" στη γλώσσα Ισπανικά.