disponer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disponer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μερος του λογου

Ρήμα

Φωνητική απεικόνιση

disponer -> /dispoˈneɾ/

Σημασίες και Χρήσεις

Το ρήμα "disponer" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια του να οργανώνεις ή να καθορίζεις κάτι. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στα γραπτά κείμενα παρά στην προφορική γλώσσα. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στα ισπανικά.

Χρόνοι του ρήματος "disponer": - Presente: dispongo, dispones, dispone, disponemos, disponéis, disponen - Pretérito perfecto simple: dispuse, dispusiste, dispuso, dispusimos, dispusisteis, dispusieron - Futuro: dispondré, dispondrás, dispondrá, dispondremos, dispondréis, dispondrán - Condicional: dispondría, dispondrías, dispondría, dispondríamos, dispondríais, dispondrían - Pretérito imperfecto: disponía, disponías, disponía, disponíamos, disponíais, disponían - Pretérito perfecto compuesto: he dispuesto, has dispuesto, ha dispuesto, hemos dispuesto, habéis dispuesto, han dispuesto

Μεταφράσεις στα Ελληνικά

Διαθέτω

Παραδείγματα σε Προτάσεις

  1. ¿Puedes disponer las flores en la mesa? (Μπορείς να διαθέσεις τα λουλούδια στο τραπέζι;)
  2. El jefe va a disponer una reunión con el equipo. (Ο αφεντικό θα διαθέσει μια συνάντηση με την ομάδα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "disponer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Αναφέρουμε παραδείγματα: 1. Disponer de: Να διαθέτεις κάτι. (Διαθέτω, έχω) - Ejemplo: No disponemos de suficiente información para proceder. (Δεν διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες για να προχωρήσουμε.)

  1. Disponerse a: Να ετοιμάζεσαι ή να προετοιμάζεσαι για κάτι. (Προτίθεμαι, είμαι έτοιμος)
  2. Ejemplo: Me dispongo a salir de casa. (Προτίθεμαι να φύγω από το σπίτι.)

  3. Disponer sobre: Να αποφασίζεις για κάτι. (Διατάσσω, καθορίζω)

  4. Ejemplo: El comité va a disponer sobre el presupuesto. (Το συμβούλιο θα διαθέσει σχετικά με τον προϋπολογισμό.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "disponer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "disponere", που σημαίνει "να τοποθετώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Organizar - Regular - Arreglar

Αντώνυμα: - Desordenar - Desorganizar