Ρήμα
disponer -> /dispoˈneɾ/
Το ρήμα "disponer" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια του να οργανώνεις ή να καθορίζεις κάτι. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στα γραπτά κείμενα παρά στην προφορική γλώσσα. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στα ισπανικά.
Χρόνοι του ρήματος "disponer": - Presente: dispongo, dispones, dispone, disponemos, disponéis, disponen - Pretérito perfecto simple: dispuse, dispusiste, dispuso, dispusimos, dispusisteis, dispusieron - Futuro: dispondré, dispondrás, dispondrá, dispondremos, dispondréis, dispondrán - Condicional: dispondría, dispondrías, dispondría, dispondríamos, dispondríais, dispondrían - Pretérito imperfecto: disponía, disponías, disponía, disponíamos, disponíais, disponían - Pretérito perfecto compuesto: he dispuesto, has dispuesto, ha dispuesto, hemos dispuesto, habéis dispuesto, han dispuesto
Διαθέτω
Το ρήμα "disponer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Αναφέρουμε παραδείγματα: 1. Disponer de: Να διαθέτεις κάτι. (Διαθέτω, έχω) - Ejemplo: No disponemos de suficiente información para proceder. (Δεν διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες για να προχωρήσουμε.)
Ejemplo: Me dispongo a salir de casa. (Προτίθεμαι να φύγω από το σπίτι.)
Disponer sobre: Να αποφασίζεις για κάτι. (Διατάσσω, καθορίζω)
Το ρήμα "disponer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "disponere", που σημαίνει "να τοποθετώ".
Συνώνυμα: - Organizar - Regular - Arreglar
Αντώνυμα: - Desordenar - Desorganizar