Η φράση "disponer de" αποτελεί ρήμα.
/disponeɾ ðe/
Η φράση "disponer de" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει στη διάθεσή του κάτι είτε ως δυνατότητα είτε ως ιδιοκτησία. Η χρήση της είναι συχνή και εξίσου συναντάται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτές επικοινωνίες, όπως τα νομικά κείμενα και τις επίσημες αναφορές.
Είναι σημαντικό να διαθέτεις όλα τα απαραίτητα έγγραφα πριν από τη συνάντηση.
Para viajar, es fundamental disponer de un pasaporte vigente.
Για να ταξιδέψεις, είναι θεμελιώδες να έχεις ένα έγκυρο διαβατήριο.
La empresa dispone de recursos que pueden ser aprovechados.
Η φράση "disponer de" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να δηλώσει την ύπαρξη ή τη δυνατότητα χρήσης κάποιου πράγματος.
Να διαθέτεις χρόνο για να μελετήσεις είναι κρίσιμο.
Las familias deben disponer de apoyo emocional en momentos difíciles.
Οι οικογένειες πρέπει να έχουν υποστήριξη συναισθηματική σε δύσκολες στιγμές.
Muchas personas no disponen de la información adecuada.
Πολλοί άνθρωποι δεν διαθέτουν την κατάλληλη πληροφορία.
Disponer de una buena red de contactos es fundamental en los negocios.
Να έχεις μια καλή δικτύωση επαφών είναι θεμελιώδες στις επιχειρήσεις.
Los estudiantes deben disponer de recursos digitales para aprender mejor.
Η λέξη "disponer" προέρχεται από το λατινικό "disponere," που σημαίνει "θέτω σε τάξη" ή "τακτοποιώ."
Αυτή η ανάλυση της φράσης "disponer de" σας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της χρήσης και σημασίας της στα ισπανικά, καθώς και παραδείγματα για την κατανόηση της στο καθημερινό και νομικό πλαίσιο.