Το "disponerse" είναι ρήμα.
/disponeɾse/
Η λέξη "disponerse" σημαίνει να ετοιμάζομαι ή να προετοιμάζομαι για κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάποιος ετοιμάζεται να αναλάβει μια δράση ή να συμμετάσχει σε κάποια δραστηριότητα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο.
Me dispongo a salir de casa.
(Ετοιμάζομαι να βγω από το σπίτι.)
Ella se dispone a estudiar para el examen.
(Αυτή ετοιμάζεται να διαβάσει για την εξέταση.)
Nos disponemos a empezar el proyecto.
(Ετοιμαζόμαστε να αρχίσουμε το έργο.)
Το "disponerse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Disponerse a la acción.
(Ετοιμάζομαι για δράση.)
Disponerse de tiempo.
(Εχω χρόνο διαθέσιμο.)
Disponerse para una cita.
(Ετοιμάζομαι για ραντεβού.)
Así se dispone el corazón.
(Έτσι ετοιμάζεται η καρδιά.)
Disponerse a escuchar.
(Ετοιμάζομαι να ακούσω.)
Ella siempre se dispone a ayudar.
(Αυτή πάντα προετοιμάζεται να βοηθήσει.)
Η λέξη "disponerse" προέρχεται από το λατινικό "disponere", που σημαίνει «θέτω σε τάξη» ή «διαθέτω».
Συνώνυμα: - prepararse - alistarse
Αντώνυμα: - desorganizarse - despreocuparse
Η λέξη "disponerse" έχει επομένως πλούσια σημασία και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή ισπανική γλώσσα.