disponibilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disponibilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "disponibilidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [disponiβiliˈðað]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η "disponibilidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ικανότητα να είναι κάτι διαθέσιμο ή προσβάσιμο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα ισπανικά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την οικονομία, τη διοίκηση, τη νομική και καθημερινές καταστάσεις που απαιτούν την ύπαρξη ή την προσβασιμότητα κάποιου αντικειμένου ή υπηρεσίας.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. La disponibilidad de recursos es crucial para el éxito del proyecto.
  2. Η διαθεσιμότητα πόρων είναι κρίσιμη για την επιτυχία του έργου.

  3. Necesitamos verificar la disponibilidad de personal para el evento.

  4. Πρέπει να ελέγξουμε τη διαθεσιμότητα προσωπικού για το γεγονός.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "disponibilidad" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις όπως:

  1. Contar con disponibilidad.
  2. Έχω διαθεσιμότητα.
  3. Σημαίνει ότι κάποιος είναι διαθέσιμος για κάτι.

  4. La disponibilidad de tiempo.

  5. Η διαθεσιμότητα χρόνου.
  6. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη δυνατότητα κάποιου να αφιερώσει χρόνο για κάτι συγκεκριμένο.

  7. La disponibilidad de productos.

  8. Η διαθεσιμότητα προϊόντων.
  9. Αναφέρεται στο ποσό ή την ποσότητα προϊόντων που είναι διαθέσιμα στην αγορά.

  10. No hay disponibilidad.

  11. Δεν υπάρχει διαθεσιμότητα.
  12. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν είναι προσβάσιμο ή διαθέσιμο.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα "disponere", που σημαίνει "τακτοποιώ" ή "θετώ στη διάθεση". Η κατάληξη "-bilidad" αντιπροσωπεύει την ποιότητα, υποδηλώνοντας έτσι την έννοια της "διαθεσιμότητας".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Accesibilidad (προσβασιμότητα) - Oferta (προσφορά)

Αντώνυμα: - Indisponibilidad (μη διαθεσιμότητα) - Escasez (έλλειψη)



22-07-2024