Η λέξη "disponibilidad" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [disponiβiliˈðað]
Η "disponibilidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ικανότητα να είναι κάτι διαθέσιμο ή προσβάσιμο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα ισπανικά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την οικονομία, τη διοίκηση, τη νομική και καθημερινές καταστάσεις που απαιτούν την ύπαρξη ή την προσβασιμότητα κάποιου αντικειμένου ή υπηρεσίας.
Η διαθεσιμότητα πόρων είναι κρίσιμη για την επιτυχία του έργου.
Necesitamos verificar la disponibilidad de personal para el evento.
Η λέξη "disponibilidad" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις όπως:
Σημαίνει ότι κάποιος είναι διαθέσιμος για κάτι.
La disponibilidad de tiempo.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη δυνατότητα κάποιου να αφιερώσει χρόνο για κάτι συγκεκριμένο.
La disponibilidad de productos.
Αναφέρεται στο ποσό ή την ποσότητα προϊόντων που είναι διαθέσιμα στην αγορά.
No hay disponibilidad.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα "disponere", που σημαίνει "τακτοποιώ" ή "θετώ στη διάθεση". Η κατάληξη "-bilidad" αντιπροσωπεύει την ποιότητα, υποδηλώνοντας έτσι την έννοια της "διαθεσιμότητας".
Συνώνυμα: - Accesibilidad (προσβασιμότητα) - Oferta (προσφορά)
Αντώνυμα: - Indisponibilidad (μη διαθεσιμότητα) - Escasez (έλλειψη)