Η λέξη "disponible" είναι επίθετο.
[dis.poˈni.βle]
Η λέξη "disponible" σημαίνει ότι κάτι είναι ελεύθερο για χρήση ή πρόσβαση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου, της οικονομίας και της νομικής γλώσσας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το προϊόν είναι διαθέσιμο στο κατάστημά μας.
Necesito un recurso que sea disponible para hoy.
Χρειάζομαι έναν πόρο που να είναι διαθέσιμος για σήμερα.
No hay apartamentos disponibles en esta zona.
Η λέξη "disponible" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες προσδίδουν μια πιο συγκεκριμένη ή επικοινωνιακή σημασία.
Πάντα είμαι διαθέσιμος για να βοηθήσω τους φίλους μου.
Hacer algo disponible
Η πληροφορία θα γίνει διαθέσιμη στην ιστοσελίδα.
No estar disponible
Δυστυχώς, δεν θα είμαι διαθέσιμος αυτή την εβδομάδα.
Tener algo disponible
Η λέξη "disponible" προέρχεται από το λατινικό "disponibilis" που σημαίνει "ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί" ή "με δυνατότητα διάθεσης".
Συνώνυμα: - accesible - libre - utilizable
Αντώνυμα: - ocupado - inasequible - indisponible