Η λέξη "disposiciones" είναι ουσιαστικό και είναι ο πληθυντικός τύπος της λέξης "disposición".
/disposiˈθiones/
Η λέξη "disposiciones" αναφέρεται σε κανόνες, διατάξεις ή ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί σε ένα νομικό ή κανονιστικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και διοικητικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές αποφάσεις. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο, αλλά πάντως είναι κατανοητή και σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με νομικά ζητήματα.
Οι διατάξεις του νέου νόμου πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους.
Las disposiciones del contrato son muy claras y precisas.
Οι ρυθμίσεις της σύμβασης είναι πολύ σαφείς και ακριβείς.
Existen varias disposiciones que protegen los derechos de los trabajadores.
Η λέξη "disposiciones" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οργάνωση ή τη ρύθμιση καταστάσεων:
Ο διευθυντής πήρε διατάξεις για να βελτιώσει την παραγωγικότητα στην επιχείρηση.
Disposiciones legales - Αναφέρεται στις νομικές διατάξεις ή κανόνες.
Οι νομικές διατάξεις είναι θεμελιώδεις για τη κοινωνική τάξη.
Ajustar las disposiciones - Σημαίνει να προσαρμόσει κανείς τους κανόνες ή τους τρόπους που χρησιμοποιούνται.
Η λέξη "disposiciones" προέρχεται από το ρήμα "disponer", το οποίο έχει τις ρίζες του στη Λατινική γλώσσα, από το "disponere" που σημαίνει "τακτοποιώ", "θεσπίζω" ή "διοικώ".
Συνώνυμα: - Regulaciones (ρυθμίσεις) - Normas (κανόνες) - Reglas (κανόνες)
Αντώνυμα: - Desorganización (ακαταστασία) - Caos (χάος) - Descontrol (έλλειψη ελέγχου)