Το "dispositivo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/dis.po.ˈsi.βɪ.to/
Η λέξη "dispositivo" αναφέρεται σε μια φυσική ή ηλεκτρονική συσκευή ή μηχανισμό που έχει συγκεκριμένη λειτουργία. Χρησιμοποιείται ευρέως στα πεδία της τεχνολογίας, της ιατρικής, του δικαίου και άλλων τομέων. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι περισσότερο διαδεδομένη σε τεχνικά και νομικά κείμενα.
Η συσκευή επιτρέπει τη σύνδεση στο διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας.
En la sala de operaciones, se utilizó un dispositivo especial para la cirugía.
Η λέξη "dispositivo" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών φράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε αρκετά τεχνικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Αυτή η συσκευή έχει πολλές λειτουργίες.
El dispositivo de seguridad se activó al detectar movimiento.
Ο μηχανισμός ασφαλείας ενεργοποιήθηκε μόλις ανιχνεύτηκε κίνηση.
Cada dispositivo conectado a la red debe ser actualizado regularmente.
Η λέξη "dispositivo" προέρχεται από τα λατινικά "dispositivus", το οποίο σημαίνει "αυτό που είναι τοποθετημένο ή ρυθμισμένο". Αναφέρεται στη δυνατότητα ενός αντικειμένου να έχει μια συγκεκριμένη διάταξη ή λειτουργία.
Συνώνυμα: - aparato (συσκευή) - mecanismo (μηχανισμός) - equipo (εξοπλισμός)
Αντώνυμα: - inutilidad (αχρησία) - desuso (αχρησιμοποίηση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή κατανόηση της λέξης "dispositivo" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.