Η λέξη "dispuesto" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dispuesto" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /disˈpwe̞s.to/
Η λέξη "dispuesto" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει ένα άτομο που είναι πρόθυμο να βοηθήσει ή να είναι διαθέσιμο να κάνει κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο και σε καθημερινές καταστάσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό πλαίσιο, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Él está dispuesto a ayudar con el proyecto.
(Αυτός είναι διατεθειμένος να βοηθήσει με το έργο.)
Estamos dispuestos a asumir el riesgo.
(Είμαστε πρόθυμοι να αναλάβουμε το ρίσκο.)
¿Estás dispuesto a participar en la reunión?
(Είσαι έτοιμος να συμμετάσχεις στη συνάντηση?)
Η λέξη "dispuesto" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν πρόθεση ή ετοιμότητα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Estar dispuesto a lo que venga.
(Να είσαι έτοιμος για ό,τι συμβεί.)
Una persona dispuesta es un buen amigo.
(Ένας διατεθειμένος άνθρωπος είναι καλός φίλος.)
Si estás dispuesto, podemos encontrar una solución.
(Αν είσαι πρόθυμος, μπορούμε να βρούμε μια λύση.)
Estar dispuesto a dar lo mejor de ti.
(Να είσαι έτοιμος να δώσεις το καλύτερο από σένα.)
Siempre dispuesto a aprender.
(Πάντα πρόθυμος να μάθει.)
Es bueno tener un equipo dispuesto.
(Είναι καλό να έχεις μια ομάδα που είναι διατεθειμένη.)
Estar dispuesto a escuchar a los demás.
(Να είσαι έτοιμος να ακούσεις τους άλλους.)
Si todos estamos dispuestos, lograremos el objetivo.
(Αν όλοι είμαστε πρόθυμοι, θα πετύχουμε τον στόχο.)
Η λέξη "dispuesto" προέρχεται από το ρήμα "disponer", το οποίο σημαίνει "να διαθέσω" ή "να οργανώσω". Έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "disponere".
accesible (προσιτός)
Αντώνυμα: