Η λέξη "disputa" είναι ουσιαστικό.
/disˈputa/
Η λέξη "disputa" αναφέρεται σε μια αντιπαράθεση, συζήτηση ή διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Χαρακτηρίζεται συχνά από την παρουσία αντίθετων απόψεων ή συμφερόντων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να βρείτε την χρήση της πιο συχνή σε νομικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Η διαφωνία μεταξύ των δύο ομάδων ήταν έντονη.
La disputa legal se resolvió en el tribunal.
Η λέξη "disputa" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"Η νέα σύμβαση είναι υπό αμφισβήτηση."
Causar una disputa
"Η αλλαγή κανόνων προκάλεσε μια αντιπαράθεση μεταξύ των παικτών."
Disputa por el liderazgo
"Η διακίνηση για την ηγεσία του κόμματος εντάθηκε."
Disputa sin fin
"Είναι σε μια ατελείωτη αντιπαράθεση για το έδαφος."
Resolver la disputa
Η λέξη "disputa" προέρχεται από τα λατινικά "disputare", που σημαίνει "να συζητείς" ή "να αναλύεις".
Η λέξη "disputa" είναι χρήσιμη στη συζήτηση ποικιλίας θεμάτων και έχει σημαντική παρουσία σε νομικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και των θεσμών.