disputa - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disputa (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "disputa" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/disˈputa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "disputa" αναφέρεται σε μια αντιπαράθεση, συζήτηση ή διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Χαρακτηρίζεται συχνά από την παρουσία αντίθετων απόψεων ή συμφερόντων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να βρείτε την χρήση της πιο συχνή σε νομικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La disputa entre los dos equipos fue intensa.
  2. Η διαφωνία μεταξύ των δύο ομάδων ήταν έντονη.

  3. La disputa legal se resolvió en el tribunal.

  4. Η νομική διαμάχη επιλύθηκε στο δικαστήριο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "disputa" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. Estar en disputa
  2. "El nuevo contrato está en disputa."
  3. "Η νέα σύμβαση είναι υπό αμφισβήτηση."

  4. Causar una disputa

  5. "El cambio de reglas causó una disputa entre los jugadores."
  6. "Η αλλαγή κανόνων προκάλεσε μια αντιπαράθεση μεταξύ των παικτών."

  7. Disputa por el liderazgo

  8. "La disputa por el liderazgo del partido se intensificó."
  9. "Η διακίνηση για την ηγεσία του κόμματος εντάθηκε."

  10. Disputa sin fin

  11. "Están en una disputa sin fin sobre el terreno."
  12. "Είναι σε μια ατελείωτη αντιπαράθεση για το έδαφος."

  13. Resolver la disputa

  14. "Ambas partes intentaron resolver la disputa pacíficamente."
  15. "Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να επιλύσουν την αντιπαράθεση ειρηνικά."

Ετυμολογία

Η λέξη "disputa" προέρχεται από τα λατινικά "disputare", που σημαίνει "να συζητείς" ή "να αναλύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Η λέξη "disputa" είναι χρήσιμη στη συζήτηση ποικιλίας θεμάτων και έχει σημαντική παρουσία σε νομικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και των θεσμών.



23-07-2024