Το "disputar" είναι ρήμα.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι /dispuˈtaɾ/.
Η λέξη "disputar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της ανάλυσης ή της αμφισβήτησης ενός ζητήματος ή μιας κατάστασης. Είναι συχνά χρησιμότερη στον νομικό και ακαδημαϊκό τομέα, αλλά μπορεί επίσης να παρουσιαστεί σε καθημερινές συζητήσεις. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα στον γραπτό λόγο λόγω του επιστημονικού και νομικού της περιεχομένου.
Οι δικηγόροι αμφισβητούν την υπόθεση στο δικαστήριο.
Los investigadores disputan la validez de los resultados.
Η λέξη "disputar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Σε νομικά θέματα, μπορεί να αναφέρεται στην αμφισβήτηση ενός δικαιώματος ή τίτλου ιδιοκτησίας.
Disputar el liderazgo.
Στο πλαίσιο των οργανώσεων ή των επιχειρήσεων, σημαίνει ότι κάποιος θέλει να διεκδικήσει ή να αμφισβητήσει τη θέση κάποιου άλλου.
Disputar el campeonato.
Χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των αθλημάτων για αναφορά στη διαμάχη για την κατάκτηση ενός τίτλου.
Disputar la verdad.
Η λέξη "disputar" προέρχεται από το λατινικό "disputare", που σημαίνει "να διαλέγω" ή "να απαγγέλω". Στην αναβίωσή του στα ισπανικά, απέκτησε τη σημασία της αμφισβήτησης ή του διαλόγου πάνω σε μια ιδέα ή πρόταση.