Η λέξη "distancia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /disˈtansja/
Η λέξη "distancia" αναφέρεται στην ποσότητα του χώρου μεταξύ δύο σημείων. Χρησιμοποιείται σε γενικές, τεχνολογικές και στρατιωτικές συζητήσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες.
Συχνότητα χρήσης: αρκετά συχνή, αλλά περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
La distancia entre Madrid y Barcelona es de aproximadamente 620 kilómetros.
(Η απόσταση μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης είναι περίπου 620 χιλιόμετρα.)
Necesitamos medir la distancia para saber cuánto material comprar.
(Πρέπει να μετρήσουμε την απόσταση για να ξέρουμε πόσο υλικό να αγοράσουμε.)
La distancia puede ser un obstáculo en una relación a larga distancia.
(Η απόσταση μπορεί να είναι ένα εμπόδιο σε μια μακροχρόνια σχέση.)
Η λέξη "distancia" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Βρίσκεται πολύ κοντά ή προσβάσιμο μέσω διαδικτύου.
Tomar distancia.
(Να κρατάς απόσταση.)
Να απομακρύνεσαι από μια κατάσταση ή σχέση για να πάρεις κάποια προοπτική.
Guardar la distancia.
(Να τηρείς την απόσταση.)
Να κρατάς ένα κατάλληλο επίπεδο απομάκρυνσης ή σεβασμού σε μια κατάσταση.
Estar a distancia.
(Να είσαι σε απόσταση.)
Να μην είσαι φυσικά κοντά ή να μην είσαι συναισθηματικά εμπλεκόμενος.
Distancia social.
(Κοινωνική απόσταση.)
Η "distancia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "distantia", που σημαίνει "απόσταση" ή "χωρισμός".
Συνώνυμα: - separación (χωρισμός) - alejamiento (απομάκρυνση)
Αντώνυμα: - cercanía (κοντινότητα) - proximidad (εγγύτητα)