Η λέξη "distante" είναι επίθετο.
/dis'tante/
Η λέξη "distante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση ή δεν είναι κοντά σε κάτι άλλο. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και έχει μια ελαφρώς μεγαλύτερη χρήση στο γραπτό πλαίσιο λόγω της περιγραφικής της φύσης. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ιδιαίτερα σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές τοπίων.
Το σπίτι είναι απομακρυσμένο από την πόλη.
Mira aquellas montañas distantes en el horizonte.
Κοίτα εκείνα τα μακρινά β mountains mountains στον ορίζοντα.
En la noche, las estrellas parecen más distantes.
Η λέξη "distante" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές φράσεις που εκφράζουν την απόσταση ή την απομάκρυνση:
Να είσαι απομακρυσμένος από την πραγματικότητα.
Tener un comportamiento distante.
Να έχεις απομακρυσμένη συμπεριφορά.
Sentirse distante de los demás.
Να νιώθεις απομακρυσμένος από τους άλλους.
Mantener una actitud distante.
Να διατηρείς μια απομακρυσμένη στάση.
Vivir en un mundo distante.
Η λέξη "distante" προέρχεται από το λατινικό "distantem", που είναι η αιτιατική μορφή του "distantis", που σημαίνει "απομακρυσμένος". Η ρίζα "dist-" σχετίζεται με την έννοια της απόστασης.
Συνώνυμα: - Alejado (απομακρυσμένος) - Remoto (απομακρυσμένος)
Αντώνυμα: - Cercano (κοντινός) - Próximo (πλησίον)