Distender είναι ρήμα.
/hisˈtendaɾ/
Η λέξη distender στα Ισπανικά σημαίνει "να κάνω κάτι λιγότερο τεταμένο" ή "να το απελευθερώσω από πίεση". Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικό πλαίσιο, π.χ. όταν μιλάμε για χαλάρωση μυών ή αρθρώσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδίως στις σχετικές συζητήσεις περί υγείας.
Ο φυσικοθεραπευτής με εκπαίδευσε να χαλαρώνω τους μύες μετά από άσκηση.
Es importante distender la mente antes de dormir para tener un buen descanso.
Η λέξη distender δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που επικεντρώνονται στη χαλάρωση ή την αποφόρτιση.
Είναι απαραίτητο να αποσυμπιέσουμε την συσσωρευμένη ένταση στο σώμα μας.
Distender el ambiente
Η λέξη distender προέρχεται από το λατινικό distendere, που σημαίνει "να απλώνω" ή "να επεκτείνω" και είναι σύνθεση του προθήματος dis- που σημαίνει "μακριά" και του ρήματος tendere που σημαίνει "τείνω".
Συνώνυμα: - Relajar (χαλαρώνω) - Aflojar (αφήνω) - Liberar (απελευθερώνω)
Αντώνυμα: - Tensar (τείνω) - Estrechar (σφίγγω) - Comprimir (συμπιέζω)