Η λέξη "distinguido" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [distin'ɡi.ðo]
Η λέξη "distinguido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει αναγνωριστεί για τις εξαιρετικές του ικανότητες ή τη θέση του στην κοινωνία. Συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημα ή σοβαρά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες συζητήσεις.
El conferencista era un distinguido académico.
(Ο ομιλητής ήταν ένας διακεκριμένος ακαδημαϊκός.)
Fue invitado a la ceremonia un distinguido miembro de la sociedad.
(Κλήθηκε στην τελετή ένας εξέχων μέλος της κοινωνίας.)
La obra fue premiada por un panel de distinguidos críticos.
(Το έργο βραβεύτηκε από ένα πάνελ διακεκριμένων κριτικών.)
Η λέξη "distinguido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες φράσεις που να τη συμπεριλαμβάνουν. Πιο συχνά, συνδέεται με το κύρος και την εκτίμηση.
Teniendo un trato distinguido, logró ganarse el respeto de todos.
(Με διακεκριμένη συμπεριφορά, κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό όλων.)
Es conocido por su estilo distinguido y elegante.
(Είναι γνωστός για το διακεκριμένο και κομψό του στυλ.)
Siempre se presenta de manera distinguida en los eventos.
(Πάντα παρουσιάζεται με διακεκριμένο τρόπο στις εκδηλώσεις.)
A pesar de su éxito, se mantiene con una actitud distinguida y humilde.
(Παρά την επιτυχία του, διατηρεί μια διακεκριμένη και ταπεινή στάση.)
Η λέξη "distinguido" προέρχεται από το λατινικό "distinguere", που σημαίνει "χωρίζω", "διακρίνω", υποδηλώνοντας κάποιον που ξεχωρίζει ή διακρίνεται από τους άλλους.