Το "distinguirse" είναι ρήμα.
[dis.tinˈɡiɾ.se]
Η λέξη "distinguirse" σημαίνει να διακρίνεται κάποιος ή κάτι από άλλους, να ξεχωρίζει ή να είναι χαρακτηριστικός για κάτι. Εφαρμόζεται συχνά σε κοινωνικές ή επαγγελματικές καταστάσεις όπου η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητα είναι σημαντικές. Η χρήση της είναι κοινή και στα προφορικά αλλά και στα γραπτά συμφραζόμενα.
Είναι σημαντικό να διακρίνεσαι στη δουλειά.
Ella se distingue por su creatividad.
Αυτή διακρίνεται για τη δημιουργικότητά της.
Para lograr el éxito, debes distinguirte entre la competencia.
Η λέξη "distinguirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κι εδώ είναι μερικές:
(Είναι δύσκολο να διακριθούν οι καλλιτέχνες ανάμεσα σε τόσους πολλούς.)
Distinguirse por algo
(Αυτός ο συγγραφέας διακρίνεται για τις μοναδικές του ιστορίες.)
Es necesario distinguirse en la vida profesional
(Οι επαγγελματίες πρέπει να έχουν στρατηγικές για να διακριθούν.)
Distinguirse del resto
Η λέξη "distinguirse" προέρχεται από το λατινικό "distinguere", που σημαίνει "να διαχωρίζω, να διακρίνω". Η προσθήκη του "se" υποδηλώνει τη reflexividad, δηλαδή ότι ο υποκείμενος του ρήματος είναι και ο δέκτης της δράσης.
Συνώνυμα: - sobresalir - destacar - diferenciarse
Αντώνυμα: - confundirse - igualarse - mezclarse