Το "distintivo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "distintivo" είναι /dis.tinˈti.βo/.
Η λέξη "distintivo" αναφέρεται σε κάτι που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει ή να αναγνωρίσει κάτι, όπως π.χ. ένα έμβλημα ή ένα σήμα. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά με σκοπό την αναγνώριση ή την κατηγοριοποίηση. Η συχνότητά της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα ή στρατιωτικά πλαίσια.
Ο στρατιώτης φορούσε ένα διακριτικό στη στολή του.
El distintivo de la organización es muy reconocido.
Το έμβλημα της οργάνωσης είναι πολύ αναγνωρίσιμο.
Los distintivos en la policía ayudan a identificar a los oficiales.
Η λέξη "distintivo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρει εφαρμογή σε διάφορες εκφράσεις και περιφράσεις:
Να έχεις ένα ειδικό διακριτικό. (αναφέρεται σε κάτι μοναδικό ή ειδικό)
Un distintivo de honor.
Ένα διακριτικό τιμής. (αναφέρεται σε διακρίσεις και βραβεία)
El distintivo que da prestigio.
Το διακριτικό που προσδίδει κύρος. (αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που προσθέτουν αξία)
Usar un distintivo con orgullo.
Η λέξη "distintivo" προέρχεται από το ρήμα "distinguir", που σημαίνει "να διακρίνω" ή "να ξεχωρίζω". Η καταγωγή της είναι λατινική, προερχόμενη από το "distinctivus".
Συνώνυμα: - distintivo: emblema, insignia, marca
Αντώνυμα: - indistinto: αδιάκριτο, μη διακριτό
Αυτή η ανάλυση περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες για τη λέξη "distintivo" στην ισπανική γλώσσα.