«Distorsionar» είναι ρήμα.
/distoɾsiˈnaɾ/
Η λέξη «distorsionar» σημαίνει να αλλάξει ή να παραμορφωθεί κάτι από την αρχική του μορφή ή κατάσταση. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της φυσικής, της τέχνης και της επικοινωνίας, προσδιορίζοντας την ιδέα της αλλοίωσης μιας εικόνας, ήχου ή πληροφορίας. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί επίσης να απαντηθεί σε προφορικούς διαλόγους.
Η εικόνα παραποιήθηκε λόγω του εφέ του φακού.
No deberías distorsionar la verdad para conseguir tus objetivos.
Δεν θα έπρεπε να διαστρέφεις την αλήθεια για να πετύχεις τους στόχους σου.
Las noticias pueden distorsionar la percepción de la realidad.
Η λέξη «distorsionar» δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που περιγράφουν την αλλοίωση της αλήθειας ή της πραγματικότητας:
«Η παραποίηση της πληροφορίας μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις».
«Es fácil distorsionar la percepción de un evento si no se tiene toda la información».
«Είναι εύκολο να διαστρεβλωθεί η αντίληψη ενός γεγονότος αν δεν έχεις όλη την πληροφορία».
«A veces, los medios distorsionan la realidad para captar la atención del público».
Η λέξη «distorsionar» προέρχεται από το λατινικό «distorsionare», που σημαίνει να στρέφεται ή να παραμορφώνεται.
Συνώνυμα: - deformar - alterar - modificar
Αντώνυμα: - aclarar - clarificar - restablecer