Το "distraerse" είναι ρήμα.
/di.ˈstɾa.ɾ.se/
Η λέξη "distraerse" σημαίνει να αποσπάται κάποιος την προσοχή ή να διασκεδάζει ή να μην είναι συγκεντρωμένος σε κάτι συγκεκριμένο. Χρησιμοποιείται σε διάφορα εδώλια κοινωνικής ζωής, όπως στην καθημερινότητα και στη συζήτηση, καθώς και στη λογοτεχνία. Το "distraerse" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης συχνό και σε γραπτά κείμενα.
"Κάποιες φορές αποσπώ την προσοχή μου με τη μουσική ενώ μελετώ."
"Es importante no distraerse durante la clase."
"Είναι σημαντικό να μην αποσπάτε την προσοχή σας κατά τη διάρκεια του μαθήματος."
"Voy a distraerme un poco viendo una película."
Η λέξη "distraerse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Αποσπάται με ασήμαντα πράγματα."
"No te distraigas en lo importante."
"Μη ξεφεύγεις από το σημαντικό."
"Distraerse en la tarea."
"Αποσπάται από την εργασία."
"Es fácil distraerse cuando hay ruido."
"Είναι εύκολο να αποσπαστείς όταν υπάρχει θόρυβος."
"A veces, distracciones son necesarias."
"Κάποιες φορές, οι αποσπάσεις είναι απαραίτητες."
"Distraerse con un libro es mi pasatiempo favorito."
"Να αποσπώ τον εαυτό μου με ένα βιβλίο είναι το αγαπημένο μου χόμπι."
"Siempre me distraigo pensando en el futuro."
Η λέξη "distraerse" προέρχεται από το λατινικό "distrahere", το οποίο σημαίνει "να τραβήξει μακριά" ή "να διασπάσει".
Συνώνυμα: - desconcentrarse (να αποσπάται η προσοχή) - distraer (να αποσπά) - entretenerse (να διασκεδάσει)
Αντώνυμα: - concentrarse (να συγκεντρωθεί) - enfocar (να εστιάσει) - prestar atención (να δώσει προσοχή)