Substantivo (ουσιαστικό)
/distribuˈðoɾ/
Η λέξη "distribuidor" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια επιχείρηση που διανέμει προϊόντα ή υπηρεσίες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια ποικιλία τομέων, όπως το εμπόριο, τη λιανική πώληση ή την εμπορία. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, οι διανομείς είναι κρίσιμοι για τη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Χρήση και Συχνότητα:
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και οι γραπτές αναφορές μπορεί να είναι πιο συχνές σε επαγγελματικά και νομικά έγγραφα.
El distribuidor se encargará de entregar los productos a tiempo.
Ο διανομέας θα αναλάβει την παράδοση των προϊόντων εγκαίρως.
Cada distribuidor tiene su propio territorio de venta.
Κάθε διανομέας έχει την δική του περιοχή πωλήσεων.
El distribuidor de materiales de construcción ofrece descuentos atractivos.
Ο διανομέας οικοδομικών υλικών προσφέρει ελκυστικές εκπτώσεις.
Η λέξη "distribuidor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε τυπικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τις συναλλαγές ή τις πωλήσεις.
Ser el distribuidor exclusivo de marca es un gran beneficio.
Να είσαι ο αποκλειστικός διανομέας μάρκας είναι μεγάλο πλεονέκτημα.
El distribuidor debe asegurarse de tener suficiente stock.
Ο διανομέας πρέπει να διασφαλίσει ότι έχει αρκετό απόθεμα.
El papel de un distribuidor es clave en el mercado.
Ο ρόλος ενός διανομέα είναι κρίσιμος στην αγορά.
Η λέξη "distribuidor" προέρχεται από το ρήμα "distribuir", που σημαίνει "διανέμω". Το "distribuir" είναι δάνειο από τη λατινική λέξη "distribuere", που σημαίνει "μοιράζω".
Συνώνυμα: - proveedor (προμηθευτής) - expendedor (πωλητής)
Αντώνυμα: - consumidor (καταναλωτής) - receptor (δέκτης)