Ο όρος "distribuir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /dis.tɾi.ˈβiwɾ/
Η λέξη "distribuir" σημαίνει "να διανέμω" ή "να διασπείρω". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιπτώσεις, όπως στη διανομή προϊόντων, στην κατανομή πόρων ή στην οργάνωση πληροφοριών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιχειρηματικά και νομικά κείμενα.
"La empresa decidió distribuir sus productos a varias tiendas."
"Η εταιρεία αποφάσισε να διανείμει τα προϊόντα της σε διάφορα καταστήματα."
"Es importante distribuir equitativamente los recursos."
"Είναι σημαντικό να διανέμετε ισομερώς τους πόρους."
"Vamos a distribuir las tareas entre todos los miembros del equipo."
"Θα διανείμουμε τις εργασίες μεταξύ όλων των μελών της ομάδας."
Η λέξη "distribuir" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμβάλει σε διάφορες κοινές φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Distribuir responsabilidades."
"Διανέμω ευθύνες."
"Distribuir la carga de trabajo."
"Διανέμω το φόρτο εργασίας."
"Distribuir los ingresos de manera justa."
"Διανέμω τα έσοδα με δίκαιο τρόπο."
"Es necesario distribuir la información entre todos los interesados."
"Είναι αναγκαίο να διανέμετε τις πληροφορίες σε όλους τους ενδιαφερόμενους."
"Distribuir alimentos a los necesitados."
"Διανέμω τρόφιμα στους ανάγκες."
"Distribuir la atención a todos los estudiantes."
"Διανέμω την προσοχή σε όλους τους μαθητές."
Η λέξη "distribuir" προέρχεται από την Λατινική λέξη "distribuere", όπου "dis-" σημαίνει "εκτός" και "tribuere" σημαίνει "να δώσεις ή να αποδεχτείς".