Το "disuadir" σημαίνει να αποτρέψεις κάποιον από το να πράξει κάτι, να τον πείσεις να μην προχωρήσει σε μια συγκεκριμένη ενέργεια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό και γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης να είναι ίση και στις δύο περιπτώσεις.
Παραδείγματα προτάσεων
No logré disuadirlo de su decisión.
Δεν κατάφερα να τον αποτρέψω από την απόφασή του.
Ella intenta disuadir a su amigo de hacer algo imprudente.
Αυτή προσπαθεί να αποτρέψει τον φίλο της από το να κάνει κάτι ανυπόμονο.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Το "disuadir" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε συγκεκριμένες φράσεις, παρακάτω αναφέρονται μερικές περιπτώσεις που μπορεί να σχετίζονται με παρόμοιες έννοιες:
Disuadir a alguien de un error.
Να αποτρέψεις κάποιον από ένα λάθος.
Es importante disuadir a alguien de un error antes de que sea demasiado tarde.
Είναι σημαντικό να αποτρέψεις κάποιον από ένα λάθος πριν να είναι πολύ αργά.
Disuadir a los jóvenes de las drogas.
Να αποτρέψεις τους νέους από τα ναρκωτικά.
Las campañas educativas tratan de disuadir a los jóvenes de las drogas.
Οι εκπαιδευτικές εκστρατείες προσπαθούν να αποτρέψουν τους νέους από τα ναρκωτικά.
Disuadir a alguien de seguir con sus malos hábitos.
Να αποτρέψεις κάποιον από το να συνεχίσει με τις κακές του συνήθειες.
Es fundamental disuadir a alguien de seguir con sus malos hábitos de salud.
Είναι θεμελιώδες να αποτρέψεις κάποιον από το να συνεχίσει με τις κακές του συνήθειες υγείας.
Ετυμολογία
Το "disuadir" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που σημαίνει "να απομακρύνει" και από το ρήμα "suir" που σχετίζεται με την ιδέα του "συμβουλεύω" ή "καθοδηγώ".