"Disuelto" είναι ένα επιθετικό επίθετο που προέρχεται από το ρήμα "disolver".
[disˈwel.to]
Η λέξη "disuelto" σημαίνει ότι κάτι έχει διαλυθεί, είτε σε φυσική είτε σε μεταφορική έννοια. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι σχετικά συχνή, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο. Οι περιπτώσεις που τη συναντάμε αφορούν χημικές αντιδράσεις, κοινωνικές καταστάσεις ή ακόμα και συναισθηματικές καταστάσεις.
Η ζάχαρη είναι διαλυμένη στο νερό.
Los problemas se disuelven con una buena comunicación.
Η λέξη "disuelto" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εξαιρετικά ήρεμος ή ήπιος.
"La relación se disolvió sin que nos diéramos cuenta."
Υποδηλώνει ότι κάτι έφτασε στο τέλος του χωρίς να είναι προφανές.
"Sus problemas se disuelven con el tiempo."
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "disolver", το οποίο σημαίνει "διαλύω". Το "disuelto" είναι το συμμετοχικό (παθητική μορφή) του ρήματος.
Συνώνυμα: - disoluto - resuelto
Αντώνυμα: - sólido - intacto
Με αυτές τις πληροφορίες ελπίζω να έχω καλύψει πλήρως την έννοια και τη χρήση της λέξης "disuelto" στα Ισπανικά.