Η λέξη "disyuntiva" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "disyuntiva" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /disjunˈtiba/.
Η λέξη "disyuntiva" αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία υπάρχει μια επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εναλλακτικές λύσεις ή καταστάσεις. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου πρέπει να ληφθεί μια απόφαση ή να γίνει μια επιλογή μεταξύ δύο ή περισσότερων εναλλακτικών επιλογών. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά συναντήσιμη σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Η λέξη "disyuntiva" χρησιμοποιείται σχετικά συχνά в προφορική γλώσσα, κυρίως σε συνομιλίες που αφορούν επιλογές ή αποφάσεις. Σε γραπτό λόγο, εμφανίζεται συχνά σε νομικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
La disyuntiva entre aceptar el trabajo o seguir estudiando es difícil.
Η διαζευκτική μεταξύ αποδοχής της δουλειάς ή συνέχισης των σπουδών είναι δύσκολη.
En la disyuntiva de elegir entre dos caminos, él optó por el menos transitado.
Στην εναλλακτική επιλογής ανάμεσα σε δύο δρόμους, επέλεξε τον λιγότερο διατριβόμενο.
En el juicio, la disyuntiva era clara: culpable o inocente.
Στη δίκη, η διαζευκτική ήταν σαφής: ένοχος ή αθώος.
Está en una disyuntiva complicada entre sus sueños y sus obligaciones.
Είναι σε μια περίπλοκη διαζευκτική ανάμεσα στα όνειρά του και τις υποχρεώσεις του.
La disyuntiva moral que enfrenta requiere una profunda reflexión.
Η ηθική διαζευκτική που αντιμετωπίζει απαιτεί βαθιά σκέψη.
La disyuntiva que propuso su amigo le hizo dudar de su decisión.
Η διαζευκτική που πρότεινε ο φίλος του τον έκανε να αμφιβάλλει για την απόφασή του.
Ya no hay disyuntiva; la decisión ha sido tomada de manera unánime.
Δεν υπάρχει πια διαζευκτική; Η απόφαση έχει ληφθεί ομόφωνα.
A veces, la disyuntiva entre lo correcto y lo fácil puede ser engañosa.
Κάποιες φορές, η διαζευκτική ανάμεσα στο σωστό και το εύκολο μπορεί να είναι παραπλανητική.
Η λέξη "disyuntiva" προέρχεται από τη λατινική λέξη "disiunctivus", η οποία προέρχεται από το "disiungere", που σημαίνει "να χωρίσεις". Η ρίζα "dis-" δείχνει διαχωρισμό, ενώ το "-yuntiva" σχετίζεται με τη σύνδεση.
Συνώνυμα: - alternativa - opción
Αντώνυμα: - unificación - certeza