Η λέξη "divergencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "divergencia" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /diβeɾˈxenθja/
Η λέξη "divergencia" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως: - Γενικά: δηλώνει τη διαφορά ή αντίθεση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες κατευθύνσεις ή απόψεις. - Οικονομικά: αναφέρεται στην απόκλιση καμπυλών ή δεδομένων, π.χ. στην απόκλιση εσόδων. - Νομικά: μπορεί να αναφέρεται στη διαφωνία ή εκ διαμέτρου αντίθετες ερμηνείες νόμων. - Ιατρική: χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαφορά σε ιατρικές διαγνώσεις ή συμπτώματα. - Βιολογία: αντιπροσωπεύει τη διαφοροποίηση ή απόκλιση οργανισμών ή ειδών. - Μαθηματικά: αναφέρεται στην απόκλιση αριθμητικών αποτελεσμάτων ή διαδικασιών. - Γεωγραφία: περιγράφει τη διαφορά σε γεωγραφικά σχήματα ή περιοχές.
Η λέξη είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
La divergencia entre las opiniones de los expertos es notable.
(Η διαφορά μεταξύ των απόψεων των ειδικών είναι αξιοσημείωτη.)
En la economía, la divergencia de las tendencias puede ser un signo de inestabilidad.
(Στην οικονομία, η απόκλιση των τάσεων μπορεί να είναι σημάδι αστάθειας.)
Η λέξη "divergencia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Haber divergencia de criterios.
(Να υπάρχει διαφορά κριτηρίων.)
Buscar un punto de convergencia en la divergencia.
(Να αναζητείται ένα σημείο σύγκλισης στη διαφορά.)
La divergencia de caminos.
(Η απόκλιση δρόμων.)
Aceptar la divergencia como parte del proceso.
(Να αποδεχτείς την απόκλιση ως μέρος της διαδικασίας.)
La divergencia puede enriquecer el debate.
(Η απόκλιση μπορεί να εμπλουτίσει τη συζήτηση.)
Η λέξη "divergencia" προέρχεται από το λατινικό "divergentia", το οποίο σχηματίζεται από το ρήμα "divergere", που σημαίνει "αποκλίνω" ή "χωρίζω".
Συνώνυμα: διαφορά, απόκλιση, แตกต่าง (διαφορετικότητα).
Αντώνυμα: σύγκλιση, ομοιογένεια, ενότητα.