Η λέξη "diversificar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος ή κάτι αναλαμβάνει διαφορετικές μορφές, χαρακτηριστικά ή επενδύσεις, ώστε να μειώσει τον κίνδυνο ή να επωφεληθεί από περισσότερες ευκαιρίες. Υπάρχει συχνή χρήση της λέξης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα.
"Είναι σημαντικό να διαφοροποιείτε τις επενδύσεις για να μειώσετε τον κίνδυνο."
"La empresa decidió diversificar su oferta de productos."
Η λέξη "diversificar" επίσης χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
"Διαφοροποιώ για να μην βάλω όλα τα αυγά σε ένα καλάθι."
"Si diversificas tus habilidades, serás más valioso en el mercado laboral."
"Αν διαφοροποιήσεις τις ικανότητές σου, θα είσαι πιο πολύτιμος στην αγορά εργασίας."
"Una estrategia clave es diversificar las fuentes de ingresos."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "diversificare", που σημαίνει «να κάνεις διαφορετικό» ή «να καταστήσεις ποικιλόμορφο», συνδυάζοντας το "diversus" (διαφορετικός) και το "facere" (κάνω).
Expandir (επεκτείνω)
Αντώνυμα: