Divertir είναι ρήμα.
/fiβeɾ/
Η λέξη "divertir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά και σημαίνει «να προκαλώ διασκέδαση» ή «να ψυχαγωγώ». Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία διασκέδασης ή την παραχώρηση ευχαρίστησης σε κάποιον άλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και απαντάται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό λόγο λόγω της κοινωνικής του φύσης.
Me gusta divertir a mis amigos en las fiestas.
(Μου αρέσει να διασκεδάζω τους φίλους μου στα πάρτι.)
El mago hizo un truco para divertir a los niños.
(Ο μάγος έκανε ένα τρικ για να ψυχαγωγήσει τα παιδιά.)
Es importante encontrar maneras de divertirnos en el trabajo.
(Είναι σημαντικό να βρίσκουμε τρόπους να διασκεδάζουμε στη δουλειά.)
Η λέξη "divertir" μπορεί να βρεθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Divertirse como un niño.
(Διασκεδάζω σαν παιδί.)
No hay nada como divertirse con buenos amigos.
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να διασκεδάζεις με καλούς φίλους.)
Divertir la vida.
(Να δίνεις νόημα στη ζωή.)
Divertirse a lo grande.
(Να διασκεδάζεις στο έπακρο.)
Divertir hasta no poder más.
(Να διασκεδάζεις μέχρι τελικής πτώσης.)
Η λέξη "divertir" προέρχεται από το λατινικό "divertere", το οποίο σχηματίζεται από το "di-" (μακριά) και "vertere" (στρέφω, γυρίζω). Έτσι, η σημασία της μπορεί να ερμηνευθεί ως «να στρέφει κανείς κάπου αλλού».
Συνώνυμα: - Recrear - Disfrutar - Entreter
Αντώνυμα: - Aburrir - Desanimar - Perturbar