Το "divertirse" είναι ρήμα.
/phɾiˈmeɾ/
Η λέξη "divertirse" σημαίνει να διασκεδάζεις ή να περνάς καλά. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά ή ψυχαγωγικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, όταν οι άνθρωποι περιγράφουν εμπειρίες διασκέδασης ή ψυχαγωγίας. Στη γραπτή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης σε περιγραφές ή ιστορίες.
Η λέξη "divertirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Διασκεδάζω σαν παιδί.
No hay mejor manera de divertirse que viajando.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διασκεδάσεις από το να ταξιδεύεις.
Divertirse a lo grande.
Διασκεδάζω σε μεγάλο βαθμό.
Siempre encuentro una manera de divertirme en el trabajo.
Πάντα βρίσκω έναν τρόπο να διασκεδάζω στη δουλειά.
No hay tiempo para aburrirse, ¡hay que divertirse!
Δεν υπάρχει χρόνος για βαρεμάρα, πρέπει να διασκεδάσουμε!
Divertirse en familia es lo mejor.
Η λέξη "divertirse" προέρχεται από το λατινικό "divertere", που σημαίνει "να γυρίσεις μακριά". Στα ισπανικά, το ρήμα σημαίνει να αποσπάσεις την προσοχή ή να αποκοπείς από την καθημερινότητα, κατευθυνόμενο προς την ψυχαγωγία.