divertirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

divertirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "divertirse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/phɾiˈmeɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "divertirse" σημαίνει να διασκεδάζεις ή να περνάς καλά. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά ή ψυχαγωγικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, όταν οι άνθρωποι περιγράφουν εμπειρίες διασκέδασης ή ψυχαγωγίας. Στη γραπτή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης σε περιγραφές ή ιστορίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me gusta divertirme con mis amigos los fines de semana.
  2. Μου αρέσει να διασκεδάζω με τους φίλους μου τα σαββατοκύριακα.
  3. Siempre trato de divertirme en las fiestas.
  4. Πάντα προσπαθώ να περνώ καλά στις γιορτές.
  5. Es importante divertirse y relajarse de vez en cuando.
  6. Είναι σημαντικό να διασκεδάζεις και να χαλαρώνεις που και που.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "divertirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Divertirse como un niño.
  2. Διασκεδάζω σαν παιδί.

  3. No hay mejor manera de divertirse que viajando.

  4. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διασκεδάσεις από το να ταξιδεύεις.

  5. Divertirse a lo grande.

  6. Διασκεδάζω σε μεγάλο βαθμό.

  7. Siempre encuentro una manera de divertirme en el trabajo.

  8. Πάντα βρίσκω έναν τρόπο να διασκεδάζω στη δουλειά.

  9. No hay tiempo para aburrirse, ¡hay que divertirse!

  10. Δεν υπάρχει χρόνος για βαρεμάρα, πρέπει να διασκεδάσουμε!

  11. Divertirse en familia es lo mejor.

  12. Να διασκεδάζεις με την οικογένεια είναι το καλύτερο.

Ετυμολογία

Η λέξη "divertirse" προέρχεται από το λατινικό "divertere", που σημαίνει "να γυρίσεις μακριά". Στα ισπανικά, το ρήμα σημαίνει να αποσπάσεις την προσοχή ή να αποκοπείς από την καθημερινότητα, κατευθυνόμενο προς την ψυχαγωγία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024