Η λέξη "dividendos" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός τύπος του θηλυκού ουσιαστικού "dividendo".
/di.βιˈðen.dos/
Η λέξη "dividendos" αναφέρεται σε χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους μετόχους μιας εταιρείας από τα κέρδη της. Αυτά τα ποσά ισοκατανέμονται στους μετόχους ανάλογα με τον αριθμό των μετοχών που κατέχουν. Χρησιμοποιείται συχνά στη χρηματοοικονομική γλώσσα, κυρίως σε γραπτές αναφορές και αναλύσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο όταν γίνεται λόγος για επενδύσεις και οικονομικά ζητήματα.
Οι μέτοχοι περιμένουν μερίσματα αυτό το τρίμηνο.
El aumento de dividendos es una buena señal para los inversores.
Η λέξη "dividendos" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις.
Επενδύω για να αποκτώ μερίσματα.
Los dividendos pueden ser reinvertidos en la empresa.
Τα μερίσματα μπορούν να επανεπενδυθούν στην εταιρεία.
Un buen negocio asegura dividendos constantes.
Η λέξη "dividendo" προέρχεται από το λατινικό "dividendum", που σημαίνει "αυτό που πρέπει να διαιρεθεί". Συνδέεται με τη στατιστική ή χρηματοοικονομική κατηγοριοποίηση των κερδών.
Συνώνυμα: - rendimientos (αποδόσεις) - ganancias (κέρδη)
Αντώνυμα: - pérdidas (ζημίες) - déficit (έλλειμμα)