Dividir είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /di.βiˈðiɾ/
Η λέξη dividir σημαίνει να χωρίζεις κάτι σε μέρη ή να το μοιράζεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικούς, τεχνικούς ή καθημερινούς τομείς. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, διότι αφορά κοινές δραστηριότητες όπως η κατανομή ή η διαίρεση. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά ίσως είναι πιο κοινή σε γραπτές και μαθηματικές αναφορές.
Es necesario dividir el pastel en partes iguales.
(Είναι απαραίτητο να διαιρέσουμε την τούρτα σε ίσα μέρη.)
Los maestros decidieron dividir la clase en grupos pequeños.
(Οι δάσκαλοι αποφάσισαν να χωρίσουν την τάξη σε μικρές ομάδες.)
Para resolver el problema, necesitamos dividir los números.
(Για να λύσουμε το πρόβλημα, χρειαζόμαστε να διαιρέσουμε τους αριθμούς.)
Η λέξη dividir χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:
Dividir para reinar.
(Χώρισε για να βασιλέψεις.)
Αυτή η φράση αναφέρεται στη στρατηγική του να χωρίσεις τους αντιπάλους σου για να έχεις τον έλεγχο.
Dividir las aguas.
(Να χωρίσεις τα νερά.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να κάνεις σαφή τη διαφορά ή την επιλογή ανάμεσα σε δύο πλευρές.
Dividir el trabajo.
(Να χωρίσεις τη δουλειά.)
Αυτή η φράση αναφέρεται στη διαδικασία διανομής εργασίας ανάμεσα σε πολλά άτομα για τη διευκόλυνση της παραγωγής.
Dividir en dos.
(Να χωρίσεις στα δύο.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στο να χωρίσουμε κάτι σε δύο ισα μέρη.
Dividir el bien del mal.
(Να χωρίσουμε το καλό από το κακό.)
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στη διαδικασία του να καθορίσουμε τις διαφορετικές όψεις ή τα αποτελέσματα μιας κατάστασης.
Η λέξη dividir προέρχεται από το λατινικό dividere, που σημαίνει "να χωρίσω". Το ρήμα αυτό έχει τις ρίζες του σε αρχαίες γλώσσες από τον τομέα της μαθηματικής και της διοίκησης.
Συνώνυμα: - separar (χωρίζω) - fraccionar (σπάζω σε κομμάτια) - repartir (μοιράζω)
Αντώνυμα: - unir (ενώνω) - juntar (συγκεντρώνω) - agregar (προσθέτω)