divinidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

divinidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "divinidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "divinidad" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /diβiniˈðað/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "divinidad" αναφέρεται στη θεϊκή φύση, στις θεότητες ή στην κατάσταση του να είναι θεϊκός. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά πλαίσια και περιγράφει ότι σχετίζεται με το θεϊκό ή το υπερφυσικό.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε θρησκευτικούς ή πνευματικούς διαλόγους.

Παραδείγματα χρήσης

  1. La divinidad es un concepto importante en muchas religiones.
    (Η θεότητα είναι μια σημαντική έννοια σε πολλές θρησκείες.)

  2. En la cultura antigua, se adoraban diversas divinidades.
    (Στον αρχαίο πολιτισμό, λατρεύονταν διάφορες θεότητες.)

  3. La búsqueda de la divinidad puede llevarnos a entender el universo.
    (Η αναζήτηση της θεότητας μπορεί να μας οδηγήσει στην κατανόηση του σύμπαντος.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "divinidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:

  1. Tener una divinidad en la vida.
    (Να έχεις μια θεότητα στη ζωή.)
    Σημαίνει να έχεις έναν στόχο ή ένα πρότυπο που αγγίζει τα θεϊκά.

  2. Creer en la divinidad de las cosas.
    (Να πιστεύεις στη θεότητα των πραγμάτων.)
    Αναφέρεται στην πίστη ότι όλα τα πράγματα έχουν θεϊκή αξία ή σκοπό.

  3. La divinidad se manifiesta en la naturaleza.
    (Η θεότητα εκδηλώνεται στη φύση.)
    Εξηγεί την ιδέα ότι η φύση περιέχει θεϊκά στοιχεία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "divinidad" προέρχεται από το λατινικό "divinitas", το οποίο σημαίνει "θεϊκός χαρακτήρας" ή "θεότητα", και ετυμολογικά συνδέεται με τη ρίζα "divinus" που σημαίνει "θεϊκός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024