Η λέξη "divisa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/dɪˈβisa/
Η λέξη "divisa" αναφέρεται κυρίως σε νομίσματα, ιδίως σε ξένα νομίσματα. Στο πλαίσιο των οικονομικών, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αξία του νομίσματος μιας χώρας σε σχέση με άλλα νομίσματα.
Η χρήματα χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα, κυρίως σε οικονομικές συζητήσεις, εμπορικές συναλλαγές και νομισματικές πολιτικές. Η συχνότητά της είναι υψηλή σε προφορικό και γραπτό λόγο, με έμφαση κυρίως σε οικονομικά περιβάλλοντα.
Τα ξένα νομίσματα είναι θεμελιώδη για το διεθνές εμπόριο.
La fluctuación de las divisas afecta directamente a la economía del país.
Η λέξη "divisa" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε οικονομικά πλαίσια. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Η αποταμίευση σε ξένα νομίσματα είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να προστατεύσεις τα χρήματά σου.
El mercado de divisas es muy volátil en estos tiempos.
Η αγορά ξένων νομισμάτων είναι πολύ ασταθής αυτές τις εποχές.
Es recomendable diversificar tus inversiones en diferentes divisas.
Η λέξη "divisa" προέρχεται από τα Λατινικά "divisa", που σημαίνει κατανεμημένο, διαχωρισμένο. Η προέλευση αυτή αναφέρεται στην έννοια των νομισμάτων ως διαχωριστικά μέσα για τις εμπορικές συναλλαγές.
Συνώνυμα: - moneda (νόμισμα) - billete (χαρτονόμισμα)
Αντώνυμα: - bien local (τοπικό αγαθό) - moneda nacional (εθνικό νόμισμα)