Ρήμα
/diβoɾθjaɾse/
Η λέξη "divorciarse" σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία δύο σύζυγοι σταματούν να είναι παντρεμένοι και διαλύουν τον γάμο τους, συνήθως μέσω μιας νομικής διαδικασίας. Χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα και σε διάφορα επίπεδα, με αναφορές είτε σε επίσημα νομικά πλαίσια είτε σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι αρκετά συχνή στη χρήση, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στον γραπτό λόγο όταν συζητώνται θέματα σχέσεων και γάμου.
Ella decidió divorciarse de su esposo.
(Αυτή αποφάσισε να χωρίσει από τον σύζυγό της.)
Es triste ver a una pareja divorciarse después de tantos años.
(Είναι λυπηρό να βλέπεις ένα ζευγάρι να χωρίζει μετά από τόσα χρόνια.)
El proceso de divorciarse puede ser complicado.
(Η διαδικασία του να χωρίσεις μπορεί να είναι περίπλοκη.)
Η λέξη "divorciarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν παραδείγματα:
Divorciarse de la rutina.
(Να χωρίσεις από την ρουτίνα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη αλλαγής ή την επιθυμία να σπάσει κάποιος τη μονοτονία.
Estar a punto de divorciarse.
(Είναι έτοιμοι να χωρίσουν.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι μια σχέση είναι σε κρίσιμο σημείο.
Divorciarse no es el fin del mundo.
(Ο χωρισμός δεν είναι το τέλος του κόσμου.)
Χρησιμοποιείται για να παρηγορήσει κάποιον που περνάει δύσκολα λόγω ενός διαζυγίου.
La idea de divorciarse surgió durante la terapia.
(Η ιδέα του διαζυγίου προέκυψε κατά τη διάρκεια της θεραπείας.)
Συχνά χρησιμοποιείται σε συνθήκες συμβουλευτικής ή ψυχολογικής υποστήριξης.
Después de divorciarse, encontró un nuevo sentido a su vida.
(Μετά το διαζύγιο, βρήκε νέο νόημα στη ζωή της.)
Αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα αναγέννησης μετά από μια δύσκολη κατάσταση.
Η λέξη "divorciarse" προέρχεται από το λατινικό "divortium", που σημαίνει χωρισμός ή διαχωρισμός, με το "se" να προστίθεται για να δηλώσει ότι πρόκειται για μια ενέργεια που εκτελεί ο ίδιος ο υποκείμενος.
Συνώνυμα: - Separarse (να χωρίσεις) - Disolverse (να διαλυθείς)
Αντώνυμα: - Casarse (να παντρευτείς) - Unirse (να ενωθείς)