divorcio: ουσιαστικό
/diˈβoɾsjo/
Η λέξη divorcio αναφέρεται στη νομικά αναγνωρίσιμη διαδικασία τερματισμού ενός γάμου. Χρησιμοποιείται ευρέως και στους τομείς του κοινού δικαίου και της οικογενειακής νόμου στην Κολομβία. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στα προφορικά όσο και στα γραπτά κείμενα. Η συχνότητά της είναι υψηλή, καθώς πολλές διαδικασίες και συζητήσεις γύρω από το γάμο και τις οικογενειακές σχέσεις απαιτούν αναφορά στο διαζύγιο.
El divorcio puede ser un proceso doloroso.
(Το διαζύγιο μπορεί να είναι μια επώδυνη διαδικασία.)
Ella decidió solicitar el divorcio después de años de problemas.
(Αυτή αποφάσισε να ζητήσει διαζύγιο μετά από χρόνια προβλημάτων.)
Es importante entender tus derechos durante un divorcio.
(Είναι σημαντικό να κατανοήσεις τα δικαιώματά σου κατά τη διάρκεια ενός διαζυγίου.)
Η λέξη divorcio δεν είναι ευρέως παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει θεσπιστεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με γάμο και χωρισμό.
Divorciado de la vida.
(Χωρισμένος από τη ζωή.) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που νιώθει αποκομμένος ή δυστυχισμένος.
Pasar por un divorcio.
(Να περάσει κάποιος από ένα διαζύγιο.) - Αναφέρεται στη διαδικασία του διαζυγίου.
El divorcio no es el fin, sino un nuevo comienzo.
(Το διαζύγιο δεν είναι το τέλος, αλλά μια νέα αρχή.) - Θετική προσέγγιση στη διαδικασία του διαζυγίου.
Η λέξη divorcio προέρχεται από το λατινικό divortium, το οποίο προέρχεται από το ρήμα divertere που σημαίνει "να στραφείς διαφορετικά".
Συνώνυμα: - separación (χωρισμός) - ruptura (ρήξη)
Αντώνυμα: - matrimonio (γάμος) - unión (ένωση)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "divorcio" όπως χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα, ειδικά στον νομικό και κοινωνικό τομέα στην Κολομβία.