Το "do" είναι ένα ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: - /du/
Στα Ισπανικά, το "do" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την πράξη του να κάνεις κάτι. Είναι συνηθισμένο σε πολλούς τύπους προτάσεων και είναι βασικό ρήμα στην γλώσσα, με υψηλή συχνότητα χρήσης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μερικές φορές μπορεί να προτιμάται στον προφορικό λόγο για τη συνοπτικότητα και την απλότητα.
Do lo que mejor sabes.
(Κάνε αυτό που ξέρεις καλύτερα.)
¿Qué debo hacer para ayudarte?
(Τι πρέπει να κάνω για να σε βοηθήσω;)
Siempre hago ejercicio por la mañana.
(Πάντα κάνω γυμναστική το πρωί.)
Η λέξη "do" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
Hacer de tripas corazón.
(Κάνω την καρδιά μου πέτρα.)
Αυτό σημαίνει να κάνω κάτι δύσκολο ή επώδυνο, αλλά να παραμένω δυνατός.
Hacer la vista gorda.
(Κάνω ότι δεν βλέπω.)
Αυτό σημαίνει να αγνοώ κάτι που δεν θέλω να δω ή να αντιμετωπίσω.
Hacer el tonto.
(Κάνω τον χαζό.)
Αυτό σημαίνει να συμπεριφέρομαι ανόητα ή αδέξια, συχνά για να διασκεδάσω τους άλλους.
Hacer la colada.
(Κάνω τα άπλυτα.)
Αυτό σημαίνει να πλένω ρούχα.
Hacer un esfuerzo.
(Κάνω μια προσπάθεια.)
Αυτό σημαίνει να προσπαθήσω σκληρά για να επιτύχω κάτι.
Η λέξη "do" προέρχεται από την Λατινική λέξη "facere," που σημαίνει "να κάνεις" ή "να πράττεις."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "do" στα Ισπανικά, εξετάζοντας τη σημασία της, τη χρήση της σε προτάσεις και ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς και τη ετυμολογία της.