Η λέξη "doblada" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
/dobˈlaða/
Η λέξη "doblada" προέρχεται από το ρήμα "doblar", που σημαίνει "διπλώνω". Χρησιμοποιείται συχνά για περιγραφές αντικειμένων που έχουν διπλωθεί, όπως χαρτί ή ρούχα. Στη μουσική, "doblada" αναφέρεται σε συγκεκριμένες τεχνικές ή μορφές εκτέλεσης, όπως η διπλή εκτέλεση ενός συγκεκριμένου κομματιού. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η λέξη "doblada" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Έκανα μια διπλή (διπλωμένη) με τα ρούχα.
El diálogo fue como una doblada entre dos amigos.
Ο διάλογος ήταν σαν μια διπλωμένη (συγκρουόμενη) συνομιλία μεταξύ δύο φίλων.
Estamos en una situación doblada.
Η λέξη "doblada" προέρχεται από το ρήμα "doblar", το οποίο έχει ρίζες στα Λατινικά με τη λέξη "dobulare", που σημαίνει "διπλώνω".
Συνώνυμα: - Doblada (ως επίθετο που σημαίνει "διπλωμένη") - Bifurcada (που προκαλεί διαχωρισμό ή διπλωμάτευση σε δύο κατευθύνσεις)
Αντώνυμα: - Desplegada (που σημαίνει "ανοικτή" ή "επέκταση") - Plano (που σημαίνει "ισιοτόπος")