dobladillo: ουσιαστικό (sustantivo).
/doblaˈðiʝo/
Η λέξη dobladillo αναφέρεται σε ένα τμήμα υφάσματος που είναι διπλωμένο και ραμμένο σε ρούχα, όπως παντελόνια, φούστες ή μπλούζες. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ραπτικής και της μόδας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή σε τεχνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ραπτική, αλλά μπορεί να είναι λιγότερο συχνή στη γενική συνομιλία πλην αν η περίπτωση αναφέρεται σε βελτιώσεις ρούχων.
El dobladillo de la falda está deshecho.
(Το στρίφωμα της φούστας είναι ξεχαρβαλωμένο.)
Voy a coser el dobladillo de mis pantalones.
(Θα ράψω το στρίφωμα στους παντελόνες μου.)
Η λέξη dobladillo δεν έχει πολλές αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις φράσεων που σχετίζονται με την τέχνη της ραπτικής.
Hacer un dobladillo
(Να κάνεις ένα στρίφωμα) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί η διαδικασία του να ράψεις ένα στρίφωμα σε ρούχα.
Dobladillo de emergencia
(Έκτακτο στρίφωμα) - Αναφέρεται σε πρόχειρη λύση για ρούχα που χρειάζονται άμεσες επισκευές.
El dobladillo está a la moda
(Το στρίφωμα είναι στη μόδα) - Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε ένα στυλ που είναι δημοφιλές τη στιγμή εκείνη.
Η λέξη dobladillo προέρχεται από το ρημά doblar, που σημαίνει "διπλώνω". Αυτή η ρίζα αναφέρεται στην ενέργεια του να διπλωθεί το ύφασμα για να σχηματίσει ένα καθαρό και σταθερό άκρο σε ένα ένδυμα.
punto de sobrehilado (είδος ραφής που μπορεί να περιλαμβάνει στρίφωμα)
Αντώνυμα:
Η έννοια και η χρήση της λέξης είναι σημαντική στους τομείς της μόδας και της ραπτικής και βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της κατασκευής ρούχων.