Η λέξη "doble" είναι επιπίδιο (επίθετο).
/doble/
Η λέξη "doble" σημαίνει "διπλός" ή "διπλή" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που έχει γίνει δύο φορές ή που έχει δύο μέρη. Συχνότητα χρήσης: είναι σχετικά κοινή στην καθημερινή ομιλία και στα γραπτά.
La mesa es doble.
Η τραπέζι είναι διπλό.
Necesito un billete doble para el cine.
Χρειάζομαι μια διπλή εισιτήριο για το σινεμά.
Η λέξη "doble" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό σημαίνει να αναλάβεις περισσότερη δουλειά από ό,τι συνήθως.
Doble filo.
(Διπλή κοπή.)
Αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να έχει δύο πλευρές ή να επιφέρει δύο διαφορετικά αποτελέσματα.
Un esfuerzo doble.
(Μια διπλή προσπάθεια.)
Σημαίνει να κάνεις περισσότερη προσπάθεια από ό,τι κανονικά.
Doble vida.
(Διπλή ζωή.)
Αναφέρεται σε κάποιον που ζει με δύο διαφορετικούς τρόπους ή έχει δύο διαφορετικές ταυτότητες.
Doble sentido.
(Διπλό νόημα.)
Η λέξη "doble" παρέχει πλούσιο λεξιλόγιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύγχρονο περιβάλλον και σε ποιητική ή λογοτεχνική γλώσσα.
Η λέξη "doble" προέρχεται από το λατινικό "duplus", που σημαίνει "διπλός".
Συνώνυμα: - duplicado (διπλάσιο) - par (ζεύγος)
Αντώνυμα: - simple (απλός) - único (μοναδικός)