doblegarse - Ρήμα
/dob.leˈɣaɾ.se/
Η λέξη "doblegarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει την ενέργεια του να λυγίζει κανείς ή να υποχωρεί, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την υποταγή ή την καμπτική κίνηση ενός ατόμου. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές μορφές, ιδίως σε λογοτεχνικά κείμενα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε φράσεις και εκφράσεις που δείχνουν την υποταγή ή την υπερνίκηση ενός εμποδίου.
"Αυτός αναγκάστηκε να υποταχθεί στην πίεση του αφεντικού."
"Ella se dobló para recoger la moneda que se le cayó."
"Αυτή λυγίζει για να μαζέψει το νόμισμα που της έπεσε."
"A veces es mejor doblegarse que enfrentarse a un conflicto."
"Να υποτάξεις τη θέληση κάποιου."
"Doblegarse ante las adversidades."
"Να λυγίσεις απέναντι στις αντιξοότητες."
"No podemos doblegarnos a la derrota."
"Δεν μπορούμε να υποταχθούμε στην ήττα."
"Es importante saber cuándo hay que doblegarse."
"Είναι σημαντικό να ξέρεις πότε πρέπει να υποκύψεις."
"El arte de doblegarse sin perder dignidad."
Η λέξη "doblegarse" προέρχεται από το πρόθεμα "doble-" που σημαίνει "διπλός" και το ρήμα "ganar". Δηλώνει την πράξη της κάμψης ή υποταγής.