Docencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /doˈθen.sja/
Η λέξη docencia αναφέρεται στη διαδικασία ή την τέχνη της διδασκαλίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει δραστηριότητες που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τη μετάδοση γνώσεων ή δεξιοτήτων στους μαθητές. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο (όπως σε εκπαιδευτικά κείμενα ή ερευνητικά έγγραφα), αλλά επίσης μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Η διδασκαλία είναι ένα πολύ ικανοποιητικό επάγγελμα.
La calidad de la docencia influye en el aprendizaje de los estudiantes.
Η ποιότητα της διδασκαλίας επηρεάζει τη μάθηση των μαθητών.
Se dedica a la docencia desde hace más de diez años.
Η διδασκαλία δεν είναι μόνο η μετάδοση γνώσεων, αλλά και η διαμόρφωση ανθρώπων.
A través de la docencia, puedo inspirar a mis alumnos a ser mejores.
Μέσω της διδασκαλίας, μπορώ να εμπνεύσω τους μαθητές μου να γίνουν καλύτεροι.
La docencia inclusiva es fundamental para que todos los estudiantes tengan oportunidades.
Η συμπεριληπτική διδασκαλία είναι βασική ώστε όλοι οι μαθητές να έχουν ευκαιρίες.
El compromiso en la docencia se refleja en el éxito académico de los estudiantes.
Η δέσμευση στη διδασκαλία αντικατοπτρίζεται στην ακαδημαϊκή επιτυχία των μαθητών.
La docencia requiere paciencia y dedicación.
Η διδασκαλία απαιτεί υπομονή και αφοσίωση.
Modificar las técnicas de docencia puede mejorar el aprendizaje.
Η λέξη docencia προέρχεται από το λατινικό "docentia", που σημαίνει "διδασκαλία" και προέρχεται από το ρήμα "docere", το οποίο σημαίνει "διδάσκω".
Συνώνυμα: - Enseñanza (διδασκαλία) - Formación (εκπαίδευση)
Αντώνυμα: - Ignorancia (άγνοια) - Desconocimiento (έλλειψη γνώσεων)