Η λέξη "docto" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA): /ˈdo.k.to/
Η λέξη "docto" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε κάποιον που έχει λάβει υψηλή εκπαίδευση ή είναι μορφωμένος, συχνά αναφερόμενος σε ειδικούς ή ακαδημαϊκούς. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις και σε διαφορετικά επίπεδα, όπως στην ιατρική και τη φιλοσοφία. Η χρήση της είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, καθώς είναι μια λέξη που εκφράζει αξιοκατάκριση ή σεβασμό σε έναν μορφωμένο άνθρωπο.
El profesor es muy docto en su área.
(Ο καθηγητής είναι πολύ μορφωμένος στον τομέα του.)
En esa conferencia, todos los ponentes eran doctos en sus especialidades.
(Σε αυτή την διάσκεψη, όλοι οι ομιλητές ήταν μορφωμένοι στις ειδικότητές τους.)
Η λέξη "docto" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποια συμφραζόμενα για να τονίσει την εκπαίδευση ή την εξειδίκευση κάποιου.
Un hombre docto siempre tiene algo interesante que decir.
(Ένας μορφωμένος άντρας έχει πάντα κάτι ενδιαφέρον να πει.)
La sabiduría de los doctos es invaluable.
(Η σοφία των μορφωμένων ανθρώπων είναι ανεκτίμητη.)
Η λέξη "docto" προέρχεται από το λατινικό "doctus", που σημαίνει "μορφωμένος" ή "εκπαιδευμένος". Συνδέεται με την ρίζα "docere", που σημαίνει "διδάσκω".
Συνώνυμα: - instruido (καλλιεργημένος) - sabio (σοφός)
Αντώνυμα: - ignorante (αγράμματος) - inculto (ακαλλιέργητος)