Η λέξη "doctor" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε επαγγελματίες υγείας που είναι εκπαιδευμένοι να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν ασθένειες. Χρησιμοποιείται σε όλα τα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, και είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα Ισπανικά, ειδικά σε ιατρικά και καθημερινά κείμενα.
El doctor me dio una receta para la medicación.
(Ο γιατρός μου έδωσε μια συνταγή για το φάρμακο.)
La doctora está en la consulta ahora.
(Η γιατρός είναι στη διάγνωση τώρα.)
Necesito ver a un doctor porque no me siento bien.
(Πρέπει να δω έναν γιατρό γιατί δεν νιώθω καλά.)
Η λέξη "doctor" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις αι σε διάφορες καταστάσεις:
Doctorado en la vida.
(Διδακτορικό στη ζωή.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει σημαντική εμπειρία.
Un doctor de cabecera.
(Ένας γενικός γιατρός.)
Αναφέρεται σε γιατρό που παρακολουθεί τακτικά έναν ασθενή.
Ser el médico de los pobres.
(Να είσαι ο γιατρός των φτωχών.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ιατρική προσφορά προς τους αναγκαίους.
No hay doctor que cure el dolor del corazón.
(Δεν υπάρχει γιατρός που να θεραπεύσει τον πόνο της καρδιάς.)
Χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για συναισθηματικούς πόνους που δεν μπορούν να θεραπευτούν ιατρικά.
Η λέξη "doctor" προέρχεται από το λατινικό "doctor", που σημαίνει "εκπαιδευτής" ή "αυτός που διδάσκει", το οποίο πηγάζει από το ρήμα "docere", που σημαίνει "να διδάσκω".
Especialista (ειδικός)
Αντώνυμα: