doctrina είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la doctrina).
/dok'tɾina/
Η λέξη "doctrina" αναφέρεται σε ένα σύνολο γνώσεων, αρχών ή διδαγμάτων που διδάσκονται ή ακολουθούνται σε κάποιον τομέα, όπως η θρησκεία, η φιλοσοφία ή η νομική. Η χρήση της είναι κοινή σε γραπτό και προφορικό λόγο, με έμφαση στη νομική και θρησκευτική γλώσσα.
Η διδασκαλία του ποινικού δικαίου είναι θεμελιώδης για τους δικηγόρους.
La doctrina cristiana ha influido en muchas culturas a lo largo de la historia.
Η λέξη "doctrina" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Οι πιστοί deben seguir la doctrina de la fe en sus vidas cotidianas.
(Οι πιστοί πρέπει να ακολουθούν τη διδασκαλία της πίστης στην καθημερινή τους ζωή.)
Doctrina militar
La doctrina militar de un país puede determinar su estrategia de defensa.
(Η στρατιωτική διδασκαλία μιας χώρας μπορεί να καθορίσει τη στρατηγική άμυνας της.)
Doctrina del liberalismo
Η λέξη "doctrina" προέρχεται από τη λατινική λέξη doctrina, που σημαίνει "εκπαίδευση, διδασκαλία", από το ρήμα docere που σημαίνει "διδάσκω".
Συνώνυμα: - enseñanza (διδασκαλία) - dogma (δόγμα) - teoría (θεωρία)
Αντώνυμα: - ignorancia (άγνοια) - confusión (σύγχυση) - duda (αμφιβολία)