Documentario είναι ουσιαστικό.
/do.ɣu̟menˈta.ɾjo/
Η λέξη documentario αναφέρεται σε ένα είδος τηλεοπτικού προγράμματος ή φιλμ που παρουσιάζει πραγματικά γεγονότα, πρόσωπα ή καταστάσεις, συνήθως με σκοπό την εκπαίδευση ή την ενημέρωση. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και στον κινηματογράφο.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, και εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με τηλεόραση, ραδιόφωνο και κινηματογράφο.
"Το ντοκιμαντέρ για τη ζωή στους ωκεανούς ήταν πολύ εκπαιδευτικό."
"Me gusta ver documentarios en la noche."
"Μου αρέσει να παρακολουθώ ντοκιμαντέρ τη νύχτα."
"El canal transmite un nuevo documentario cada semana."
Η λέξη documentario χρησιμοποιείται συνήθως σε προτάσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την ενημέρωση, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, εδώ είναι μερικά παραδείγματα χρήσης της:
"Είδα ένα ντοκιμαντέρ που μου άνοιξε τα μάτια για την κλιματική αλλαγή."
"El documentario revela verdades ocultas sobre nuestra historia."
"Το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει κρυμμένες αλήθειες για την ιστορία μας."
"Muchos estudiantes realizan proyectos sobre documentarios históricos."
"Πολλοί μαθητές εκπονούν έργα σχετικά με ιστορικά ντοκιμαντέρ."
"Ver documentarios puede ser tan entretenido como educativo."
Η λέξη documentario προέρχεται από το λατινικό "documentarium", το οποίο σημαίνει "παθιασμένο με έγγραφα" ή "παθιασμένο με την τεκμηρίωση".
Συνώνυμα: - Reseña (ανασκόπηση) - Informe (έκθεση)
Αντώνυμα: - Ficción (είδος που βασίζεται στη φαντασία) - Novela (μυθιστόρημα)