Το "documento" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /do.kuˈmen.to/.
Η λέξη "documento" αναφέρεται σε οποιοδήποτε γραπτό ή ψηφιακό έγγραφο που περιέχει πληροφορίες, θα μπορούσε να είναι κείμενα, φωτογραφίες ή άλλες μορφές δεδομένων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, γραφειοκρατικά και επιχειρηματικά περιβάλλοντα, και η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο.
Χρειάζομαι ένα έγγραφο για να ολοκληρώσω την εγγραφή.
Este documento es muy importante para la reunión.
Αυτό το έγγραφο είναι πολύ σημαντικό για τη συνάντηση.
El documento debe ser firmado por todas las partes.
Η λέξη "documento" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις με παραδείγματα.
Είναι θεμελιώδες να έχουμε όλα τα έγγραφα σε τάξη για να ταξιδέψουμε.
Hacer un documento
Θα φτιάξω ένα έγγραφο που να εξηγεί τις πολιτικές της εταιρείας.
Documento oficial
Χρειάζεσαι ένα επίσημο έγγραφο για να επιβεβαιώσεις την ταυτότητά σου.
Guardar un documento
Είναι πάντα καλό να φυλάς ένα έγγραφο εφεδρικό.
Revisar un documento
Η λέξη "documento" προέρχεται από το λατινικό "documentum", που σημαίνει "απόδειξη" ή "παράδειγμα", και σχετίζεται με το "docere", το οποίο σημαίνει "διδάσκω".
Συνώνυμα: - Archivo (αρχείο) - Texto (κείμενο)
Αντώνυμα: - No existe un antonimo directo, pero podría considerarse "informe verbal" (προφορική αναφορά) ως αντίθεση στην έννοια του γραπτού εγγράφου.