dolar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dolar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

dólar είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ˈdolaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη dólar αναφέρεται σε νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφραζόμενα. Επίσης, οι χρήστες της γλώσσας τείνουν να χρησιμοποιούν τη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε οικονομικά κείμενα ή ειδήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El dólar ha subido de valor en los últimos meses.
  2. Το δολάριο έχει αυξηθεί σε αξία τους τελευταίους μήνες.

  3. Necesito cambiar mis euros por dólares.

  4. Χρειάζομαι να αλλάξω τα ευρώ μου σε δολάρια.

  5. La economía de muchos países depende del valor del dólar.

  6. Η οικονομία πολλών χωρών εξαρτάται από την αξία του δολαρίου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "dólar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις:

  1. A dólar por el peso.
  2. Μεταφορικά αναφέρεται σε μεγάλη οικονομική πίεση.
  3. Σημασία: Χρειάζεται να προσαρμοστείς αμέσως στην οικονομική κατάσταση.

  4. Dólares y centavos.

  5. Σημαίνει "δολάρια και σεντς" και χρησιμοποιείται για να εκφράσει λεπτομερείς ή μικρές χρηματικές αποχρώσεις.
  6. Σημασία: Βασικά, όλα τα χρήματα, μικρά ή μεγάλα.

  7. Estar a dos dólares.

  8. Σημαίνει ότι κάτι κοστίζει δύο δολάρια.
  9. Σημασία: Ανάφερε την τιμή ενός προϊόντος.

  10. No es todo dólares.

  11. Σημαίνει ότι δεν είναι όλα χρήματα ή οικονομικά.
  12. Σημασία: Υπάρχουν και άλλα σημαντικά πράγματα στη ζωή.

  13. Dame dólares.

  14. Χρησιμοποιείται όταν ζητάς χρήματα.
  15. Σημασία: Δώσε μου δολάρια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό "dólar", που έχει τις ρίζες του στο "thaler", ένα παλιό νόμισμα της Ευρώπης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - divisa (νομισματική μονάδα) - moneda (νόμισμα)

Αντώνυμα: - deuda (χρέος) - impago (μη πληρωμή)



23-07-2024