dólar είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈdolaɾ]
Η λέξη dólar αναφέρεται σε νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφραζόμενα. Επίσης, οι χρήστες της γλώσσας τείνουν να χρησιμοποιούν τη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε οικονομικά κείμενα ή ειδήσεις.
Το δολάριο έχει αυξηθεί σε αξία τους τελευταίους μήνες.
Necesito cambiar mis euros por dólares.
Χρειάζομαι να αλλάξω τα ευρώ μου σε δολάρια.
La economía de muchos países depende del valor del dólar.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "dólar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις:
Σημασία: Χρειάζεται να προσαρμοστείς αμέσως στην οικονομική κατάσταση.
Dólares y centavos.
Σημασία: Βασικά, όλα τα χρήματα, μικρά ή μεγάλα.
Estar a dos dólares.
Σημασία: Ανάφερε την τιμή ενός προϊόντος.
No es todo dólares.
Σημασία: Υπάρχουν και άλλα σημαντικά πράγματα στη ζωή.
Dame dólares.
Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό "dólar", που έχει τις ρίζες του στο "thaler", ένα παλιό νόμισμα της Ευρώπης.
Συνώνυμα: - divisa (νομισματική μονάδα) - moneda (νόμισμα)
Αντώνυμα: - deuda (χρέος) - impago (μη πληρωμή)